-
1 κροκοβαφής
κροκοβαφήςsallow: masc /fem nom sg -
2 κροκοβαφής
A sallow, sickly blood-drop such as might be supposed to run to the heart of dying men, A.Ag. 1121 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκοβαφής
-
3 κροκοβαφές
κροκοβαφήςsallow: masc /fem voc sgκροκοβαφήςsallow: neut nom /voc /acc sg -
4 κροκοβαφή
κροκοβαφήςsallow: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)κροκοβαφήςsallow: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)κροκοβαφήςsallow: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
5 κροκοβαφῆ
κροκοβαφήςsallow: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)κροκοβαφήςsallow: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)κροκοβαφήςsallow: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
6 σταγών
A drop, κροκοβαφὴς ς., of blood, A.Ag. 1122 (lyr.), cf. Ch. 400 (anap.); , cf. E.Ba. 767; ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, of water, Id.Supp.81 (lyr.);σ. ἀποπίπτουσιν Hp.Flat.8
; δίψιοι ς., of tears, A.Ch. 186, cf. Ag. 888; οἴνου χλωραὶ ς. E.Cyc.67 (lyr.); Λεσβία ς., of wine, Ephipp.29;τῆς.. ἀπὸ Λέσβου.. σταγόνος Antiph.174.5
;σ. σπονδῖτις AP6.190
(Gaet.); σ. μαζῶν, of milk, ib.7.552 (Agath.);σ. πίσσης Str.16.2.44
; σ. τοῦ κόσμου, the sea, M.Ant.6.36; with dew-drops,IG
14.1942; σταγόσι κατέστικται is covered with spots, bespeckled, Ael. NA12.24; κατὰ σταγόνα drop by drop, S.E.M.7.90 (irreg. nom. pl. στάγες as if from στάξ, A.R.4.626).
См. также в других словарях:
κροκοβαφής — sallow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοβαφής — ές (Α κροκοβαφής, ές) κροκόβαπτος* αρχ. κιτρινωπός, ωχρός («ἐπὶ δὲ καρδίαν κροκοβαφὴς δράμε σταγών», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαφής < βάπτω (πρβλ. καρνο βαφής, κοκκο βαφής] … Dictionary of Greek
κροκοβαφῆ — κροκοβαφής sallow neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κροκοβαφής sallow masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κροκοβαφής sallow masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοβαφές — κροκοβαφής sallow masc/fem voc sg κροκοβαφής sallow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοβαφία — κροκοβαφία, ἡ (Α) [κροκοβαφής] η βαφή με κρόκο … Dictionary of Greek
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek